Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ…
Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους, όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρέμασαν σα δάκρυα, όταν μαζί τους πέθαναν σε μιαν οικτρή παραμόρφωση τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων.
Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν?
Ξέρει να σφίξη γερά εκεί που ο λογισμός μας ξεγελά την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε σα μιαν εκζήτηση παράλογη περά από κάθε νόημα?
(κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα, βρίσκουν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν, παγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας, διαβάζουν κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας).
Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους η γιατί έτσι νικούμε τη ζωή η γιατί έτσι φτύνουμε ένα - ένα τα τιποτένια ομοιώματα, και μια στιγμή στον στεγνωμένο νου τους περνά μια ηλιαχτίδα, κάτι σαν μια θαμπή ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας?
Φτάνουν μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις, συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις.
Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ’ όνομα σου, άπλες προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα, ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις.
Κι αν σκάφτομαι είναι γιατί η συνηθείας είναι πιο προσιτή από την τύψη.
Μα ποιος θα έρθει να κράτηση την ορμή μιας μπόρας που πέφτει?
Ποιος θα μέτρηση μια – μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα, πριν γίνουν ένα με την λάσπη, της στιγμής λιποτάκτες, ζητούν μια νύχτα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.
Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.
Σκυφτοί πέρασαν και έφυγαν, δειλοί, μ’ ένα ίσκιο στα μάτια.
Ούτε μαντήλι ανέμισαν, ξέραμε τον χαιρετισμό τους.
Η σκόνη μπήκε στα σπίτια μας από τα πέταλα των αλόγων.
Φτάνουν τόσο μικρές οι εποχές που δεν έχουν τον καιρό να φωτίσουν τη σιωπή μας.
Είναι που όλοι οι χειμώνες πέρασαν και διαβάστηκαν όλα τα βιβλία, σαν τις διαβατικές γυναίκες που παραλλάζουν τo’ όνομα.
Χρήστος Α. Κατσαρός