Η Μαρία Σκουοντόφσκα-Κιουρί (Marie Skłodowska-Curie παράδειγμα οπαδού της ελευθερίας
Φιλελεύθερο και αναθεωρητικό πνεύμα είχε αφυπνίσει σε κάποιο βαθμό και τη ..... όπως τα καθορίζει η ίδια η φύση του ανθρώπου είναι ελευθερία. .... Και προτού πέσει πάνω τους φυσικό είναι ν' απολαύσουν κάτι από τη ζωή
Ένας αιώνας από το Nobel στην Marie Curie
Το πιστοποιητικό για το «Νόμπελ 1903 η CURIEs Βραβείο Φυσικής σε πράξεις» από κοινού τις έρευνές τους πάνω στα φαινόμενα ακτινοβολίας που ανακάλυψε ο καθηγητής Henri Becquerel. "
Ανήσυχο πνεύμα γαρ, έβαλε την ελευθερία του ανθρώπου από την ασθένεια πάνω κι από τη ζωή της.
Κατά τη διάρκεια της ΤΥΠΟΣ FRENZY Κιουρί έλαβε ένα τηλεγράφημα πληροφορούσε ότι είχε δοθεί μια άνευ προηγούμενου δευτέρου βραβείου Νόμπελ, αυτή τη φορά στη χημεία.
Αν και δέχεται ισχυρά πλήγματα από το σκάνδαλο, αυτή συγκεντρώσει τη δύναμη για να παραστεί στην τελετή απονομής, που συνοδεύεται από Bronya της αδελφής και της Ειρήνης η κόρη της. Στην τελετή στις 10 Δεκεμβρίου 1911, ο πρόεδρος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών της Σουηδίας εξήγησε γιατί 1.898 ανακάλυψη Κιουρί των δύο νέων στοιχείων άξιζε αυτή την πρόσθετη αναγνώριση. Δεν είχε ξεσηκώσει μόνο επιστημονική κατανόηση της φύσης του ατόμου, αλλά είχε επίσης ανοίξει νέους τομείς της ιατρικής και μάλιστα βοήθησε τη μέτρηση της ηλικίας της γης . Στην ομιλία της, την επόμενη ημέρα, Curie επαναβεβαίωσε την διεκδίκηση της να είναι ο πρώτος που θα δει ότι η ραδιενέργεια ήταν ένα ακίνητο ενσωματωμένο άτομα.
Έδωσε πίστωσης, ωστόσο, να Rutherford και άλλους επιστήμονες για τη συμβολή τους στην εξήγηση ραδιενεργών φαινομένων. Έχοντας επίγνωση του κατηγορίες ότι είχε αμαυρωθεί το όνομα του Pierre, αναγνώρισε το ρόλο προσπάθειές τους από κοινού είχε παίξει στην εργασία της.
"... Για τις υπηρεσίες της στην πρόοδο της χημείας με την ανακάλυψη του ραδίου στοιχεία και το πολώνιο, με την απομόνωση του ραδίου και η μελέτη της φύσης και οι ενώσεις αυτού του αξιόλογου στοιχείου." - 1911 Citation Νόμπελ |
Κατά τη διάρκεια της ΤΥΠΟΣ FRENZY Κιουρί έλαβε ένα τηλεγράφημα πληροφορούσε ότι είχε δοθεί μια άνευ προηγούμενου δευτέρου βραβείου Νόμπελ, αυτή τη φορά στη χημεία.
Αν και δέχεται ισχυρά πλήγματα από το σκάνδαλο, αυτή συγκεντρώσει τη δύναμη για να παραστεί στην τελετή απονομής, που συνοδεύεται από Bronya της αδελφής και της Ειρήνης η κόρη της. Στην τελετή στις 10 Δεκεμβρίου 1911, ο πρόεδρος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών της Σουηδίας εξήγησε γιατί 1.898 ανακάλυψη Κιουρί των δύο νέων στοιχείων άξιζε αυτή την πρόσθετη αναγνώριση. Δεν είχε ξεσηκώσει μόνο επιστημονική κατανόηση της φύσης του ατόμου, αλλά είχε επίσης ανοίξει νέους τομείς της ιατρικής και μάλιστα βοήθησε τη μέτρηση της ηλικίας της γης . Στην ομιλία της, την επόμενη ημέρα, Curie επαναβεβαίωσε την διεκδίκηση της να είναι ο πρώτος που θα δει ότι η ραδιενέργεια ήταν ένα ακίνητο ενσωματωμένο άτομα.
Έδωσε πίστωσης, ωστόσο, να Rutherford και άλλους επιστήμονες για τη συμβολή τους στην εξήγηση ραδιενεργών φαινομένων. Έχοντας επίγνωση του κατηγορίες ότι είχε αμαυρωθεί το όνομα του Pierre, αναγνώρισε το ρόλο προσπάθειές τους από κοινού είχε παίξει στην εργασία της.
"... Για τις υπηρεσίες της στην πρόοδο της χημείας με την ανακάλυψη του ραδίου στοιχεία και το πολώνιο, με την απομόνωση του ραδίου και η μελέτη της φύσης και οι ενώσεις αυτού του αξιόλογου στοιχείου." - 1911 Citation Νόμπελ |
Η Μαρία Σκουοντόφσκα-Κιουρί (Marie Skłodowska-Curie, 7 Νοεμβρίου, 1867 – 4 Ιουλίου 1934) ήταν Γαλλίδα φυσικός και χημικός πολωνικής καταγωγής. Σε συνεργασία με τον σύζυγό της, Πιερ Κιουρί, ανακάλυψε το ράδιο και μελέτησε τα φαινόμενα τηςραδιενέργειας. Έγινε η πρώτη γυναίκα που κατέλαβε έδρα στη Σορβόνη, ενώ τιμήθηκε δυο φορές με το βραβείο Νόμπελ Φυσικής (1903) και Χημείας (1911). Ήταν γνωστή επίσης ως Μαντάμ Κιουρί
.
Βιογραφία
Νεανικά χρόνια
Η Μαρία Σκουοντόφσκα γεννήθηκε το 1867 στη Βαρσοβία και ήταν το πέμπτο παιδί μιας ευκαταστατις οικογένειας. Ο πατέρας της, Βουαντίσουαφ Σκουοντόφσκι (Władysław Skłodowski), ήταν καθηγητής φυσικής και μαθηματικών και υποδιευθυντής σε ένα Λύκειο θηλέων της Βαρσοβίας ενώ η μητέρα της, Μαρία, η οποία ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια χωρίς όμως οικονομική άνεση, ήταν καθηγήτρια σε σχολή της ίδιας πόλης. Οι γονείς της, της είχαν δώσει τρία υποκοριστικά: Μάνια, Μανιούσια, Αντσιουπέτσιο. Η Μαρία Σκουοντόφσκα μαζί με τα τέσσερα αδέλφια της[1] μεγάλωσε σε δύσκολη εποχή για την Πολωνία αφού δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια απο την αποτυχημένη επανάσταση του 1863. Από μικρή ξεχώριζε στο σχολείο για τις ικανότητες της, κυρίως στην φυσική και στα μαθηματικά. Η δυστυχία όμως δεν άργησε να χτυπήσει την πόρτα της οικογένειάς της. Το 1874 ήταν δύσκολη χρονιά, καθώς η μητέρα της πήγε στη Νίκαιαγια θεραπεία από φυματίωση και τον ίδιο χρόνο ο πατέρας της έπεσε σε κυβερνητική δυσμένεια, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο μισθός του και να του αφαιρεθεί το διαμέρισμα που του είχε παραχωρηθεί. Δύο χρόνια αργότερα η αδελφή της, Σοφία, πέθανε από τύφο, ενώ το 1878 η μητέρα της, Μαρία, απεβίωσε. Παρ' όλες τις κακουχίες η Μαρία Σκουοντόφσκα συνέχισε τις σπουδές της σε κρατικό γυμνάσιο και αποφοίτησε με επιτυχία. Εκείνη την εποχή δεν επιτρεπόταν η φοίτηση γυναικών στα πολωνικά πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα να πρέπει να μετακομίσει στο εξωτερικό. Όμως η φτώχεια της οικογένειας την ανάγκασε να αναζητήσει εργασία ως γκουβερνάντα και δασκάλα σε πλούσιες οικογένειες, ενώ ταυτόχρονα, μαζί με τη φίλη της Μαρία Ρακόφσκα και τις δύο αδελφές της, παρακολούθησε μαθήματα στο παράνομο «Κινητό Πανεπιστήμιο». Εκείνη την περίοδο μεγάλο μέρος του μισθού της το έστελνε στην αδελφή της, Μπρονισουάβα, που σπούδαζε ιατρική στο Παρίσι. Στην οικογένεια όπου εργαζόταν γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Καζίμιεζ Μπουοντίφσκι, αλλά ύστερα από παρέμβαση των γονέων του το ειδύλλιο διαλύθηκε.
Σπουδές
Το 1891, σε ηλικία 24 ετών, μετακόμισε στο σπίτι τής μεγαλύτερης αδελφής της, Μπρονισουάβα, στο Παρίσι για να παρακολουθήσει μαθήματα στη σχολή Θετικών επιστημών του πανεπιστημίου της Σορβόνης. Τα φοιτητικά της χρόνια ήταν δύσκολα λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της διαμονής της στοΚαρτιέ Λατέν[2] περιόρισε σε τόσο μεγάλο βαθμό τα γεύματα της, ώστε λιποθύμησε και αναγκάστηκε να επιστρέψει, ύστερα από πιέσεις του γαμπρού της, Καζίμιερζ Ντουούσκι, στο σπίτι της αδελφής της. Αφού ανέρρωσε, επέστρεψε στο δικό της διαμέρισμα. Σημαντική οικονομική ενίσχυση για τη συνέχιση των σπουδών της έλαβε από ένα πολωνικό ίδρυμα, το οποίο της παραχώρησε υποτροφία 600 ρουβλίων. Η καθημερινή της ζωή περιελάμβανε διάβασμα και λίγες ώρες ύπνου, ενώ απέφευγε να κάνει παρέα με Γάλλους και διατηρούσε επαφές μόνο με λιγοστούς Πολωνούς φοιτητές και επιστήμονες. Τελικά η Μαρία Σκουοντόφσκα αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Σορβόνης με τα πτυχία των μαθηματικών, της χημείας και της φυσικής.
Η γνωριμία της με τον Πιερ Κιουρί
Η Μαρία Σκουοντόφσκα συνάντησε για πρώτη φορά τον Πιέρ Κιουρί τον Φεβρουάριο του 1894. Γνωρίστηκαν μέσω του καθηγητή φυσικής του Πανεπιστημίου Φριμπούρ της Πολωνίας Μ. Κοβάλσκι. Ο Πιέρ Κιουρί είχε σπουδάσει φυσική στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης και ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος της. Στην αρχή της γνωριμίας τους αναπτύχθηκε αμοιβαίος αλληλοσεβασμός που εξελίχθηκε σε βαθύτερο αίσθημα. Η χαρά και ο ενθουσιασμός της Μαρίας δεν περιγραφόταν όταν ο Πιέρ της χάρισε το βιβλίο του «Περί της συμμετρίας στα φυσικά φαινόμενα. Συμμετρία μεταξύ ηλεκτρικού πεδίου και μαγνητικού πεδίου» με αφιέρωση που έγραφε: «Στη δεσποινίδα Σκουοντόφσκα με το σεβασμό και τη φιλία του συγγραφέα Πιέρ Κιουρί». Τον Μάιο του 1894 ο Πιέρ έκανε πρόταση γάμου στη Μαρία Σκουοντόφσκα, αλλά εκείνη απάντησε αρνητικά λόγω της προοπτικής να εγκαταλείψει για πάντα τη Βαρσοβία και τον πατέρα της. Τελικά, μετά από ένα χρόνο, η Μαρία αποδέχθηκε την πρόταση του Πέτρου και παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο δημαρχείο του Παρισιού. Στον γάμο δεν είχαν καν δαχτυλίδια επειδή ο Πιέρ Κιουρί δήλωνε άθεος. Ο μήνας του μέλιτος που ακολούθησε ήταν μάλλον ασυνήθιστος αφού πραγματοποίησαν τον γύρο της Γαλλίας με ποδήλατα. Από τότε η Μαρία Σκουοντόφσκα απέκτησε το επώνυμο Κιουρί, με το οποίο έγινε ευρέως γνωστή. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1897 απέκτησαν την κόρη τους Ειρήνη και το 1903 την δεύτερη κόρη τους, Εύα. Η Εύα πέθανε σε ηλικία 102 ετών στις 22 Οκτωβρίου του2007.
Μετά τον γάμο της με τον Πιέρ Κιουρί η Μαρία συνέχισε τις επιστημονικές έρευνές της. Στην ανατροφή των δύο παιδιών τους βοήθησε ο πατέρας του Πιέρ, ο οποίος ήταν χήρος. Χαρακτηριστικό στην ανατροφή που έδωσε στις κόρες της, είναι ότι δεν τις ώθησε σε καμία θρησκεία αφήνοντας αυτές να επιλέξουν ποια προτιμούν. Τα παιδιά της Κιουρί ακολούθησαν την εξής πορεία στη ζωή τους: η Εύα Κιουρί-Λαμπουίς έγινε συγγραφέας και έγραψε τη βιογραφία της μητέρας της με τίτλο «Μαντάμ Κιουρί», ενώ η Ειρήνη Κιουρί-Ζολιό παντρεύτηκε τον μαθητή της μητέρας της και φυσικό Φρεντερίκ Ζολιό, σπούδασε φυσικός και βραβεύτηκε[3] με το Νόμπελ Φυσικής.
Το 1906 ο Πιέρ Κιουρί παρασύρθηκε από άμαξα και σκοτώθηκε. Αμέσως μετά τον θάνατό του χιλιάδες μηνύματα συμπαράστασης έφθασαν στο σπίτι τους από πρωθυπουργούς κρατών, από επιστήμονες, ακόμα και από αγνώστους. Η κηδεία έγινε στο νεκροταφείο του Σο, όπου συνοδευόταν από τον πεθερό της. Τον επικήδειο εκφώνησε ο φίλος του Πιέρ, Ανρί Πουανκαρέ.
Τελευταία χρονιά
Το 1912 η Μαρία Κιουρί χειρουργήθηκε στα νεφρά. Από το 1933 η υγεία της είχε κλονιστεί σημαντικά λόγω της έκθεσής της στην ραδιενέργεια. Έτσι, στις 4 Ιουλίου του 1933 η Μαρία Κιουρί απεβίωσε (έπασχε από λευχαιμία), αφήνοντας πίσω της πραγματικά μεγάλο έργο. Ενταφιάστηκε δίπλα στον άντρα της στο κοιμητήριο του Σο. Το 1995 τα οστά της μεταφέρθηκαν στο Πάνθεον, το μαυσωλείο στο οποίο βρίσκονται θαμμένοι οι «μεγάλοι άνδρες» της Γαλλίας. Η Μαρία Κιουρί θεωρείται από τον καθηγητή της Ιατρικής Πιερ Ρεγκό ένα από τα πρώτα θύματα της ραδιενέργειας.
Σημαντική είναι η προσφορά της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου εφοδίασε με δικά της έξοδα πολλά πολεμικά νοσοκομεία με συσκευές ακτίνων Χ, έτσι ώστε να εντοπίζονται τα θραύσματα και οι σφαίρες που ήταν καρφωμένες στα σώματα των στρατιωτών. Υπολογίζεται ότι η ίδια, με τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει από τα δύο βραβεία Νόμπελ, έστησε περίπου 250 ακτινολογικούς θαλάμους στα πολεμικά μέτωπα.
Μερικά χρόνια μετά τον θάνατο του Πιερ Κιουρί, το 1910, η Μαρία σύναψε σχέση με τον Πολ Λανζεβάν, πέντε χρόνια μικρότερό της και πατέρα τεσσάρων παιδιών, πρώην μαθητή του άντρα της και εν διαστάσει παντρεμένο. Στο άκουσμα της είδησης[4] από τον γαλλικό τύπο, η γαλλική κοινωνία κατέκρινε[5] τη Μαρία Κιουρί με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει[6]σοβαρά, σε συνδυασμό με μια αρρώστια που την ταλαιπωρούσε, η υγεία της. Ενδεικτική περίπτωση της στάσης που κράτησε ο γαλλικός τύπος απέναντι της είναι η αποσιώπηση της απονομής του Νόμπελ Χημείας στη Μαρία Κιουρί, το1911. Σχεδόν καμία εφημερίδα δεν έγραψε σχετικά με τη διάκριση της Κιουρί. Παρ' όλα αυτά η Μαρία Κιουρί δεν σταμάτησε ποτέ να αποκαλεί τη Γαλλία δεύτερη πατρίδα της.
Επιστημονικό έργο
Η Μαρία Κιουρί έγινε γνωστή για την ανακάλυψη του ραδίου και τις μελέτες για τη ραδιενέργεια. Από το 1891 η Μαρία μελετούσε τις εργασίες του Μπεκερέλ με κύριο θέμα τις ακτινοβολίες που εξέπεμπαν τα άλατα του ουρανίου με αποτέλεσμα, ύστερα από παρότρυνση του ίδιου του Μπεκερέλ, να διαλέξει για θέμα της διατριβής της αυτά τα φαινόμενα. Για την πρόοδο των ερευνών της το πανεπιστήμιο της Σορβόνης της παραχώρησε μια υπόγεια αποθήκη με στοιχειώδη εξοπλισμό. Παρ' όλες τις κακές συνθήκες που επικρατούσαν στο εργαστήριο, η Μαρία Κιουρί απέδειξε ότι η εκπομπή των ακτίνων ήταν μια ιδιότητα των ατόμων του ουρανίου και ότι η ένταση της ακτινοβολίας που παραγόταν από το ουράνιο ήταν ανάλογη της ποσότητας. Επίσης διαπίστωσε ότι η εκπομπή των ακτίνων δεν επηρεαζόταν από τις εξωτερικές μεταβολές, καθώς και ότι, εκτός από το ουράνιο, κάποιες ενώσεις του στοιχείου του θορίου εξέπεμπαν επίσης ακτινοβολία. Ύστερα από αυτές τις πρώτες ανακαλύψεις, η Μαρία Κιουρί πρότεινε την αλλαγή του ονόματος από «ακτίνες ουρανίου» σε «ραδιενέργεια», η οποία περιγράφει γενικά την ιδιότητα της εκπομπής ακτινοβολιών. Η πιο σημαντική όμως παρατήρηση ήταν ότι μερικά ορυκτά ουρανίου παρουσίαζαν πολύ πιο ισχυρή ραδιενέργεια από το ουράνιο. Η συγκεκριμένη παρατήρηση συνάρπασε τον Πιέρ Κιουρί, που αποφάσισε να εγκαταλείψει τις έρευνές του στους κρυστάλλους για να βοηθήσει τη Μαρία στο δύσκολο έργο της.
Στις 18 Ιουλίου του 1898 οι Κιουρί ανακοινώνουν στην επιστημονική κοινότητα την ανακάλυψη ενός νέου στοιχείου, του πολωνίου, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της πατρίδας της Μαρίας Κιουρί. Στις 25 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους αναγγέλλεται από το ζεύγος Κιουρί η ανακάλυψη του ραδίου. Τα συγκεκριμένα στοιχεία είχαν ανιχνευθεί με τη βοήθεια της ραδιενέργειας. Προσπάθησαν να απομονώσουν τα δύο νέα στοιχεία. Για τέσσερα χρόνια εξέταζαν τύπους ορυκτών που προμηθεύονταν[7] από ορυχείο της Βοημίας. Τον διαχωρισμό του ραδίου τον πέτυχαν με κλασματική κρυστάλλωση, εκμεταλλευόμενοι τη μικρότερη διαλυτότητα του χλωριούχου ραδίου σε σχέση με το χλωριούχο βάριο. Τελικά το 1902κατάφεραν και απομόνωσαν 1/10 του γραμμαρίου καθαρό ράδιο και 1/20 καθαρό πολώνιο. Επιπλέον προσδιόρισαν τα ατομικά τους βάρη. Έτσι, ύστερα από μερικές έρευνες των επιστημόνων, τα δύο νέα στοιχεία αναγνωρίστηκαν επισήμως από την επιστημονική κοινότητα.
Εντύπωση προκαλεί ότι δεν κατοχύρωσαν τις μεθόδους τους για την απομόνωση των στοιχείων, επειδή δεν συμβάδιζε με το επιστημονικό πνεύμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Κιουρί ανακάλυψαν ότι η ακτινοβολία του ραδίου κατέστρεφε τους καρκινικούς όγκους (Ραδιοθεραπεία). Η μέθοδος της ραδιοθεραπείας τελειοποιήθηκε το 1906 από τη Μαρία Κιουρί, όταν υπολόγισε τις σωστές δόσεις για θεραπεία με ράδιο. Το 1910 δημοσίευσε το θεμελιώδες έργο της «Μελέτη επί της ραδιενέργειας», ενώ τον επόμενο χρόνο κατάφερε να απομονώσει το μεταλλικό ράδιο. Μετά τον θάνατό της εκδόθηκε από το Ινστιτούτο Ραδίου στο Παρίσι ένα έργο της με τίτλο: «Ραδιενέργεια, συγγραφέν υπό της Μαρίας Κιουρί, καθηγήτριας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, κατόχου βραβείων Νόμπελ Φυσικής και Χημείας».
Τίτλοι και διακρίσεις
Το 1903 η Μαρία Κιουρί έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης με βαθμό Άριστα. Τον ίδιο χρόνο το ζεύγος Κιουρί βραβεύθηκε με το Νόμπελ Φυσικής, το οποίο μοιράστηκαν με τον Ανρί Μπεκερέλ[8]. Επίσης το 1903βραβεύθηκαν από τη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου με το βραβείο Davy [9]. Τον επόμενο χρόνο έλαβαν το βραβείο Matteucci. Το 1906 η Μαρία Κιουρί γινόταν η πρώτη γυναίκα στη Γαλλία που της δινόταν[10] έδρα πανεπιστημίου, ενώ ήταν επίσης η πρώτη γυναίκα που έδωσε διάλεξη στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Το 1911 βραβεύθηκε με το Νόμπελ Χημείας από τη Σουηδική Ακαδημία Επιστημών[11], παρ' όλο που λίγους μήνες νωρίτερα η Ακαδημία Επιστημών της Γαλλίας είχε αρνηθεί[12] να τη δεχτεί ως μέλος της. Είναι η μοναδική μέχρι σήμερα περίπτωση επιστήμονα που κέρδισε δύο βραβεία Νόμπελ. Το 1921 επισκέφθηκε τις Η.Π.Α. και προσκλήθηκε σε επίσημο δείπνο από τον πρόεδρο τωνΗ.Π.Α. Ουόρεν Χάρντινγκ, που της δώρισε ένα γραμμάριο ραδίου αξίας 200.000 δολαρίων, το οποίο με τη σειρά της δώρισε στο Ινστιτούτο Ραδίου του Παρισιού. Τον ίδιο χρόνο αναγορεύεται επίτιμη διδάκτωρ σχεδόν σε όλα τα πανεπιστήμια των Η.Π.Α., ενώ γίνεται και επίτιμη δημότης της Νέας Υόρκης. Τον Φεβρουάριο του 1922 η Μαρία Κιουρί εκλέγεται από την Ιατρική Ακαδημία του Παρισιού «ελεύθερος εταίρος» της.
Μερικούς μήνες αργότερα εκλέγεται από το συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών μέλος της διεθνούς επιτροπής πνευματικής συνεργασίας. Το 1929 ξαναεπισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο, προσκεκλημένη του προέδρου των Η.Π.Α.Έντγκαρ Χούβερ. Αξίζει να σημειωθεί ότι πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Ινστιτούτου Ραδίου στην Βαρσοβία, το οποίο εγκαινίασε το 1932, παρουσία του προέδρου της Πολωνικής Δημοκρατίας. Το 1944 ονομάστηκε προς τιμήν της το Πολωνικό πανεπιστήμιο Μαρία Σκουοντόφσκα-Κιουρί. Τέλος, η επιστημονική κοινότητα, σε ένδειξη σεβασμού προς την Μαρία Κιουρί, έδωσε το όνομά της σε μονάδα μέτρησης της ραδιενέργειας (το κιουρί ή Ci) και στο τεχνητό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 96 (το κιούριο). Επίσης η Μαρία Κιουρί απεικονιζόταν σε χαρτονομίσματα στη Γαλλία και στην Πολωνία.
Χρήστος Α. Κατσαρός
Ο Θουκυδίδης επηρεάστηκε βαθιά από την ανακάλυψη αυτή των σοφιστών, αλλά όχι στον τομέα των κοινωνικών διακρίσεων.Τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό ο Θουκυδίδης σε βαθύτερη ανάλυση τον ανήγαγε στην εφαρμογή του φυσικού νόμου ότι ο ισχυρός υποτάσσει τον αδύνατο και ο αδύνατος υπακούει. Δηλ. τη βασική ενστικτώδη δραστηριότητα, που κάτω από την πίεση της ανάγκης και της ανασφάλειας «ὀρέγεται τοῦ πλέονος». Είναι αλήθεια ότι σε πολλές περιπτώσεις η πολιτική ανάλυση των σχέσεων μικρών κρατών και μεγάλων φτάνει στη διαπίστωση ότι εφαρμόζεται η αρχή ότι το δίκαιο ταυτίζεται με τη δύναμη. Αλλά ως αιτία της ιστορίας η τέτοια πολιτική είναι δευτερογενής, είναι δηλ. αποτέλεσμα της επιθυμίας για την εξασφάλιση συμφερόντων. Αv την ενεργοποίηση του ενστίκτου για την επιβολή του δυνατού στον αδύνατο την πάρουμε ως πρωτογενή αιτία, όπως ο Θουκυδίδης, τότε βάζουμε φραγμό στη σκέψη για την ανακάλυψη των πραγματικών πρωτογενών αιτίων, που δραστηριοποιούν τις ορμές των ατόμων και των λαών. Aλλά ο Θουκυδίδης προσπάθησε να παρακολουθήσει στην αρχαιολογία (1. 2-19) την εξέλιξη της κοινωνίας των ανθρώπων από το απώτατο παρελθόν. Έτσι παρατήρησε ότι η αυτοσυντήρηση είναι πρωταρχικό κίνητρο του ανθρώπου στη νομαδική φάση της ζωής του (1.2) και αργότερα η βελτίωση της ζωής του με συνθήκες ασφάλειας. Σ’ αυτό το στάδιο, οι μικρές πόλεις θυσιάζουν την ανεξαρτησία τους και υπομένουν την υποδούλωση στις μεγαλύτερες πόλεις (Θουκ. 1.8.3), οι οποίες ακριβώς επειδή είχαν αφθονία δύναμης προσεταιρίζονταν ως υπήκοες τις μικρές πόλεις. Aλλά, όταν οι μικρές πόλεις αισθανθούν δυνατές, θα διεκδικήσουν την ανεξαρτησία και ελευθερία τους, όπως έγινε με την αποστασία των πόλεων από τη συμμαχία των Αθηνών. Και καθώς η κοινωνική ζωή εξελίχτηκε και έφτασε στη δημοκρατία του Περικλή, ο άνθρωπος πραγματοποίησε, για ορισμένους, σ’ ένα βαθμό και οραματίστηκε μια ανώτερη μορφή ζωής με ελευθερία και ηθική αντίληψη, που δεν πηγάζει από το φόβο του νόμου (Επιτάφιος). Αλλά οι πολιτικοί οραματισμοί του Περικλή και το είδος ζωής που έχει γίνει πραγματικότητα και οι θεσμοί που ρυθμίζουν αυτή τη ζωή, δεν αντέχουν σε μια σύγκρουση με τις συνθήκες που μπορεί να δημιουργήσει ένας πόλεμος ή κάποια άλλη αιτία, ίσως γιατί υπάρχει κάποια βασική ανεπάρκεια. Μόλις τελειώνει ο Επιτάφιος, ο Θουκυδίδης αρχίζει την περιγραφή του λοιμού στην Αθήνα (2.47 εξ.), με την οποία αποδεικνύει στην πράξη την άποψη του Αντιφώντα «τά μέν τῶν νόμων ἐπίθετα τά δέ τῆς φύσεως ἀναγκαῖα». Στη διάρκεια του λοιμού ο νόμος, δηλ. ο καθιερωμένος τρόπος ζωής, εγκαταλείπεται σχεδόν απ’ όλους και το ένστικτο γίνεται κυρίαρχη δύναμη για τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Έτσι ο αναγνώστης του Θουκυδίδη αντιπαραθέτει το πολιτικό όραμα του Περικλή στη σκληρή πραγματικότητα, που δημιουργεί η δράση του ενστίκτου (φύσις - ἀλήθεια) στη σύγκρουσή τους με τη συμβατική ηθική ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος (νόμος - δόξα). Ακόμη ο Θουκυδίδης περιέγραψε με λεπτομέρεια, και με ειδική έμφαση στις ηθικές συνέπειες, τη στάση ανάμεσα στο δήμο και τους ολιγαρχικούς στην Κέρκυρα (3.82-83) με προφανή σκοπό να επαληθεύσει και σ’ αυτή την περίπτωση τη σύγκρουση του νόμου με τη φύση του ανθρώπου και τη συμβατικότητα του νόμου.
Χρήστος Α. Κατσαρός
Ο Θουκυδίδης επηρεάστηκε βαθιά από την ανακάλυψη αυτή των σοφιστών, αλλά όχι στον τομέα των κοινωνικών διακρίσεων.Τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό ο Θουκυδίδης σε βαθύτερη ανάλυση τον ανήγαγε στην εφαρμογή του φυσικού νόμου ότι ο ισχυρός υποτάσσει τον αδύνατο και ο αδύνατος υπακούει. Δηλ. τη βασική ενστικτώδη δραστηριότητα, που κάτω από την πίεση της ανάγκης και της ανασφάλειας «ὀρέγεται τοῦ πλέονος». Είναι αλήθεια ότι σε πολλές περιπτώσεις η πολιτική ανάλυση των σχέσεων μικρών κρατών και μεγάλων φτάνει στη διαπίστωση ότι εφαρμόζεται η αρχή ότι το δίκαιο ταυτίζεται με τη δύναμη. Αλλά ως αιτία της ιστορίας η τέτοια πολιτική είναι δευτερογενής, είναι δηλ. αποτέλεσμα της επιθυμίας για την εξασφάλιση συμφερόντων. Αv την ενεργοποίηση του ενστίκτου για την επιβολή του δυνατού στον αδύνατο την πάρουμε ως πρωτογενή αιτία, όπως ο Θουκυδίδης, τότε βάζουμε φραγμό στη σκέψη για την ανακάλυψη των πραγματικών πρωτογενών αιτίων, που δραστηριοποιούν τις ορμές των ατόμων και των λαών. Aλλά ο Θουκυδίδης προσπάθησε να παρακολουθήσει στην αρχαιολογία (1. 2-19) την εξέλιξη της κοινωνίας των ανθρώπων από το απώτατο παρελθόν. Έτσι παρατήρησε ότι η αυτοσυντήρηση είναι πρωταρχικό κίνητρο του ανθρώπου στη νομαδική φάση της ζωής του (1.2) και αργότερα η βελτίωση της ζωής του με συνθήκες ασφάλειας. Σ’ αυτό το στάδιο, οι μικρές πόλεις θυσιάζουν την ανεξαρτησία τους και υπομένουν την υποδούλωση στις μεγαλύτερες πόλεις (Θουκ. 1.8.3), οι οποίες ακριβώς επειδή είχαν αφθονία δύναμης προσεταιρίζονταν ως υπήκοες τις μικρές πόλεις. Aλλά, όταν οι μικρές πόλεις αισθανθούν δυνατές, θα διεκδικήσουν την ανεξαρτησία και ελευθερία τους, όπως έγινε με την αποστασία των πόλεων από τη συμμαχία των Αθηνών. Και καθώς η κοινωνική ζωή εξελίχτηκε και έφτασε στη δημοκρατία του Περικλή, ο άνθρωπος πραγματοποίησε, για ορισμένους, σ’ ένα βαθμό και οραματίστηκε μια ανώτερη μορφή ζωής με ελευθερία και ηθική αντίληψη, που δεν πηγάζει από το φόβο του νόμου (Επιτάφιος). Αλλά οι πολιτικοί οραματισμοί του Περικλή και το είδος ζωής που έχει γίνει πραγματικότητα και οι θεσμοί που ρυθμίζουν αυτή τη ζωή, δεν αντέχουν σε μια σύγκρουση με τις συνθήκες που μπορεί να δημιουργήσει ένας πόλεμος ή κάποια άλλη αιτία, ίσως γιατί υπάρχει κάποια βασική ανεπάρκεια. Μόλις τελειώνει ο Επιτάφιος, ο Θουκυδίδης αρχίζει την περιγραφή του λοιμού στην Αθήνα (2.47 εξ.), με την οποία αποδεικνύει στην πράξη την άποψη του Αντιφώντα «τά μέν τῶν νόμων ἐπίθετα τά δέ τῆς φύσεως ἀναγκαῖα». Στη διάρκεια του λοιμού ο νόμος, δηλ. ο καθιερωμένος τρόπος ζωής, εγκαταλείπεται σχεδόν απ’ όλους και το ένστικτο γίνεται κυρίαρχη δύναμη για τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Έτσι ο αναγνώστης του Θουκυδίδη αντιπαραθέτει το πολιτικό όραμα του Περικλή στη σκληρή πραγματικότητα, που δημιουργεί η δράση του ενστίκτου (φύσις - ἀλήθεια) στη σύγκρουσή τους με τη συμβατική ηθική ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος (νόμος - δόξα). Ακόμη ο Θουκυδίδης περιέγραψε με λεπτομέρεια, και με ειδική έμφαση στις ηθικές συνέπειες, τη στάση ανάμεσα στο δήμο και τους ολιγαρχικούς στην Κέρκυρα (3.82-83) με προφανή σκοπό να επαληθεύσει και σ’ αυτή την περίπτωση τη σύγκρουση του νόμου με τη φύση του ανθρώπου και τη συμβατικότητα του νόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου