Φωτογραφία 29 Νοεμβρίου 2010 στον κήπο μου!
Chris Sintiki
Ήρθε ο καιρός να θυμηθούμε,
ήρθε η ώρα να ξεκουραστούμε
από την λάμψη των καλοκαιριών.
Πίσω να στρέψουμε το βλέμμα,
τον ίσκιο να γνωρίσουμε που μας ακολουθεί με καλυμμένο πρόσωπο,
να περπατήσουμε μαζί του σε δενδροστοιχίες,
σε μονοπάτια που τα κρύβει η ομίχλη,
στρωμένα φύλλα που σαπίζουν
στου φθινοπώρου τις μεταμορφώσεις.
Σε πάρκα και σε κοιμητήρια, που οι νεκροί κοιμούνται
στης επιτύμβιας πέτρας τη σκιά
τέλεια ξεδιψασμένοι
πλάι στις υπόγειες φλέβες του νερού.
Οι δαίμονες που στο αίμα μας φωλιάζουν
ανίσχυροι είναι τώρα να πλανέψουν
εκείνους που επιστρέφουν από τη μεριά της νύχτας,
στο βάθος της μυστικής αρχής,
στο κέντρο της σκοτεινής φωτιάς,
αφήνοντας εμάς τους ζωντανούς
έξω στην παγερή επιφάνεια,
στο φόβο και στο κρύο της μοναξιάς.
Όλα τα δάκρυα κι’ οι φροντίδες μας, γι’ αυτούς που τίποτα δεν τους χρειάζεται
είναι γιατί φοβόμαστε να μείνουμε μονάχοι
κι’ ελπίζουμε, πασκίζουμε για να μας θυμηθούν εκείνοι.
Δεν μας αναγνωρίζουν,
σα να μη μας γνωρίσανε ποτέ.
Τόσο εύκολα ξεχνούν, τόσο εύκολα ξεκόβουν
το θήλασμα από το μαστό της μέρας.
Τόσο εύκολα εγκαταλείπουν
κάθε συνήθεια αποκτημένη.
Μας απορρίπτουν με τη μάσκα του προσώπου τους,
μ’ όλες τις πλάνες τους, τις πλάνες μας,
σαν κάτι ξένο, άχρηστο η περιττό
και παραδίδονται υποταγμένοι
στων νέων μεταμορφώσεων τη ωτιά.
Ήρθε ο καιρός να θυμηθούμε,
ήρθε ο καιρός πισωστρέψουμε το βήμα,
το δάκρυ μας να πήξει σε σκληρή αλατόπετρα,
να λάβουμε το δίδαγμα της στέρησης και της αδιαφορίας
που μας διδάσκουν οι νεκροί
με τη γυμνότητα τους, με την τέλεια εγκατάλειψη
στον καθαρό θάνατο.
Ήρθε ο καιρός να περπατήσουμε σε δρόμους
στρωμένους φύλλα που σαπίζουν στην υγρασία και τη βροχή, υπάκουα στις μεταμορφώσεις του θανάτου.
Ήρθε ο καιρός να λάβουμε το δίδαγμα
της πέτρας που ονειρεύεται ακίνητη μες στο νερό,
κάτω από την ατελείωτη ροή του χρόνου.
Να λογαριάσουμε την άμμο των χαμένων ημερών μας
που γλύστρησε απ’ την άφρονη καρδιά μας,
χωρίς να δυνηθούμε να τη σταματήσουμε,
είτε να χτίσουμε μ’ αυτή ένα καταφύγιο
για τη γυμνή ψυχή μας.
Θάψαμε την καρδιά μας κάτω από την σκόνη
των μάταιων πραγμάτων που συνάξαμε.
Κι’ αν μας εδόθηκε η ζωή Αγία Δωρεά,
εμείς γνωρίσαμε τον Κόσμο όπως θηρία τη λεία τους
γιατί ανάμεσο μας είχαμε ανοίξει πόλεμο ανελέητο.
Ήρθε ο καιρός να στοχαστούμε,
να περπατήσουμε σ΄ ερημωμένους δρόμους
γεμάτους απ’ τα φύλλα που μαδούνε στον άνεμο και στη βροχή,
σε πάρκα και σε κοιμητήρια, όπου αναπαύονται οι νεκροί
στην καθαρότητα μέσα του θανάτου,
απαλλαγμένοι από της δίψας την οδύνη
– και μας διδάσκουν την αγνότητα της στέρησης,
της γυμνότητας την αρετή,
της αυτάρκειας τη σοφία –
στο βάθος της σιωπής που η άμπωτη τους έσυρε
σ’ αντίθετη με μας φορά.
Στον τελευταίο κύκλο των μεταμορφώσεων
κάτω απ’ το κάλυμμα της γης.
Με υπομονή το βάρος της σηκώνουν
με τους γυμνούς των ώμους.
Κι’ εγκαταλείπονται δίχως αντίσταση
στις αφανέρωτες δυνάμεις,
στη σκοτεινή μεταμορφωτική φωτιά.
Το χθόνιο πυρ που κατατρώει τις σάρκες τους
σε τεφρά αλλάζει τα γυμνά τους σώματα,
αποσυνθέτει την ξεχωριστή μορφή τους.
Μαζί της καταλυούνται κι’ οι φραγμοί,
η χωριστή τους καταλυέται μοίρα,
μες στο παγκόσμιο όνειρο ξαναγυρνούν,
μες στην παγκόσμια ξαναμπαίνουν μοίρα.
Τώρα στης γης τη νύχτα ανήκουν δίχως όρια
οι αγαπημένοι μας νεκροί
στο βασίλειο της πέτρας και της βλάστησης.
Από άλλους δρόμους τώρα αμάντευτους γνωρίζουν
όπως γνωρίζει η πέτρα που υπομένει
στη φλόγα της υπομονής.
Ο βράχος που απ΄ το κύμα καταλύεται
αλυσωμένος στην ακινησία.
Το δένδρο που φυλλορρόει.
Όπως γνωρίζει το φυτό
που διψά ασίγαστη το δένει με το χώμα.
Όπως γνωρίζουν στο σκοτάδι οι τύφλες ρίζες
που σιγοβόσκουν στην ιερή κρυμμένη φλόγα
τη μυστική της ύπαρξης φωτιά.
Αυτήν που ανάβει στου άστρου και του ανθού τη σπίθα
που κουφοκαίει στης νέας βλάστησης το κύμα
κάτω από το χιόνι.
Αυτήν που στο αίμα γίνεται ορμή ακατάλυτη,
σκοτεινή πεινά στου αγριμιού τα σπλάχνα,
φωτιά στο μάτι του όρνιου που κλωσά
μνήμη μακραίωνη μες στο σπόρο,
και φτάνοντας στον άνθρωπο, φωτίζει
το μυστικό της στην ενάργεια του Λόγου.
Άγιο Πάθος λαμπαδιάζει στην καρδιά του
Σταυρός και Μαρτυρία της Αγάπης.
Μα οι νεκροί μ’ άλογη γνώση πια γνωρίζουν
το μέγα μυστικό.
Και με την παλίρροια της καινούργιας βλάστησης,
με της αύρας τους ανασασμούς στη νέα χλόη,
το μήνυμα τους απ’ τη μια στην άλλην Άνοιξη
σε κύματα χλωρά μας στέλνουν.
Η με τα φύλλα μας μηνούν που σέρνουν οι βροχές
στην άμπωτη του φθινόπωρου
το μυστικό τους κάλεσμα.
Γιατί όλοι οι ψίθυροι των φυλλωμάτων
κι’ όλα τα χρώματα των εποχών,
γιατί όλα τα λουλούδια κι’ οι καρποί
είναι των αναρίθμητων νεκρών η ομιλία.
Εδώ, στην ερημία, ο πόνος ο ανθρωπινός
έγινε μύθος σιωπής
Βράχος, που αναβλύζει δάκρυ
μέσα στην κρυπτή του καιρού.
Με χείλη πέτρινα διηγάται
κάτω απ’ τον ουρανό που σιγοβρέχει
τις μέρες και τα χρόνια πάνω στην καρδιά μας
–μέσα στο γύρισμα της αλλαγής
στου αιώνιου ρου την ακινησία –
τη Μαρτυρία της Ανθρώπινης Παρουσίας,
της Αγάπης την αιωνία Κατάφαση.
Χρήστος Α. Κατσαρός 29 Νοεμβρίου 2010
Chris Sintiki
Διαφορές Φωτογραφίες από 29 Νοεμβρίου 2010 στον κήπο μου Λιβάδια Σιντικής Σερρών